απολοιατο

απολοιατο
    ἀπολοίατο
    эп.-ион. 3 л. pl. opt. к ἀπόλλυμι См. απολλυμι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απολοιατο" в других словарях:

  • ἀπολοίατο — ἀπόλλυμι destroy utterly aor opt mid 3rd pl (epic ionic) ἀπόλλυμι destroy utterly fut opt mid 3rd pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερμηρίζω — (Α) 1. είμαι γεμάτος φροντίδες και ανησυχίες, μεριμνώ, σκέφτομαι, νοιάζομαι («ἀλλ ὅγε μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾱσαι νῆες», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με τα δίχα,διάνδιχα κ.λπ.) βρίσκομαι σε αμφιβολία, ταλαντεύομαι μεταξύ δύο σκέψεων («διάνδιχα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»